ορνιθοσκαλίσματα

ορνιθοσκαλίσματα
τα
1. τα σκαλίσματα της όρνιθας.
2. μτφ., δυσανάγνωστη γραφή: Δεν μπορώ να διαβάσω τα ορνιθοσκαλίσματά σου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ορνιθοσκαλίσματα — τα 1. τα σκαλίσματα τής όρνιθας 2. μτφ. δυσανάγνωστα γράμματα …   Dictionary of Greek

  • παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… …   Dictionary of Greek

  • μουντζουρώνω — και μουτζουρώνω και μουζουρώνω (Μ μουντζουρώνω και μουρτζουλώνω και μουτζουλώνω) [μουντζούρα] αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά για διαπόμπευση νεοελλ. 1. λερώνω κάποιον ή κάτι με μελάνι ή άλλη βαθύχρωμη ουσία 2. γράφω δυσανάγνωστα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • μουντζούρα — και μουτζούρα και μουζούρα, η (Μ μουντζούρα) λέρωμα, βρομιά από κάρβουνα νεοελλ. 1. λεκές από μελάνι, καπνιά ή άλλη βαθύχρωμη ουσία, μαύρη, σκοτεινή κηλίδα 2. στον πληθ. οι μουντζούρες δυσανάγνωστα γράμματα, ορνιθοσκαλίσματα ή ακανόνιστα σχέδια 3 …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”